-
1 ξερόν
ξερόν, τό,A terra firma, once in Hom.,ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο Od.5.402
; ποτὶ ξερὸν ἔλθ' ἀπὸ πέτρας to the mainland, AP6.304 (Phan.), cf. A.R.3.322 ; . (Cogn. with σχερός rather than with ξηρός.) -
2 ξερόν
Grammatical information: n.Meaning: `the dry (country)' only in ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο (ε 402), ποτὶ ξερόν (A.R. 3, 322, AP), ἐπὶ ξερόν (Nic.);See also: s. ξηρός.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ξερόν
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий